- ἐπίκλαυτος
- ἐπίκλαυτος, ον,A tearful,
νόμος Ar.Ra.684
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νόμος Ar.Ra.684
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επίκλαυτος — ἐπίκλαυτος, ον (Α) θρηνητικός, κλαψιάρικος, ελεγειακός («κελαδεῑ δ’ ἐπίκλαυτον ἀηδόνιον νόμον», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ἐπίκλαυτον — ἐπίκλαυτος tearful masc/fem acc sg ἐπίκλαυτος tearful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)